- λεκανορώδη
- ταβοτ. τάξη λειχήνων που ανήκει στην κλάση ασκομύκητες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lecanorales < lecanora (< λεκάνη + ὥρα) + κατάλ. -ales].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεκάνορα — η βοτ. γένος λειχήνων με φλοιώδη θαλλό, το οποίο ανήκει στην τάξη λεκανορώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lecanora < λεκάνη + ὥρα] … Dictionary of Greek
λεκιδέα — η βοτ. γένος λειχήνων με φλοιώδη θαλλό το οποίο ανήκει στην τάξη λεκανορώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lecidea < λεκίς, ίδος < λέκος «πιάτο»] … Dictionary of Greek
ουσνέα — (usnea). Ασκολειχήνας δικσολειχήνας της οικογένειας των ουονεϊδών, με περίπου 80 είδη. Χαρακτηρίζονται από θυσανωτό θαμνόμορφο θαλλό, άλλοτε νηματοειδή, κυλινδρικό, άλλοτε αυλακωτό, λείο ή θηλώδη και άλλοτε κιτρινόχρωμο σε όλο το μήκος. Στην… … Dictionary of Greek